Η στάση τους
Άννα Πρίφτη , Θωμαΐς Ειρήνη Τσιγαρίδα Μαθητές Λυκείου
Τον Φεβρουάριο του 1821 ξέσπασε η ελληνική επανάσταση και μάλιστα σε μία δύσκολη περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχαν θετικοί οιωνοί για την έκβαση αυτής της κινητοποίησης. Αναλυτικότερα, η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να συνεδριάζουν στο Λάιμπαχ για το πώς η Ιερά Συμμαχία θα κατέστειλε τα απελευθερωτικά κινήματα στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο, ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα εκείνης της εποχής.
Η καταστολή ενός τέτοιου κινήματος σίγουρα φάνταζε μια εύκολη υπόθεση για αυτές τις πανίσχυρες απολυταρχίες, παρ’ όλα αυτά θεωρούσαν πως η ελληνική περίπτωση θα απειλούσε την ισορροπία της Ευρώπης.
Άρα, ήταν λογικό ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία να αντιμετωπιστεί, στην αρχή τουλάχιστον, αρνητικά από μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Τα θέματα, όμως, εξωτερικής πολιτικής, τα εθνικά συμφέροντα, τα διπλωματικά σχέδια αλλά φυσικά και η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας κατάφεραν τη δημιουργία φιλελληνικών ρευμάτων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Οι Ευρωπαϊκές χώρες που επηρέασαν αρνητικά ή θετικά με τη στάση τους τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία ήταν η Ρωσία, η Αυστρία, η Αγγλία και η Γαλλία.
Πέρα, όμως, από τις μεγάλεις δυνάμεις σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας διαδραμάτισε αρχικά η Φιλική Εταιρεία. Το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας, τρεις Έλληνες έμποροι, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Φιλική Εταιρεία. Πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για μια μυστική συνωμοτική οργάνωση, κατά τα πρότυπα των μασονικών οργανώσεων και της οργάνωσης των καρμπονάρων της Ιταλίας, που σκοπό της είχε να οργανώσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Η ΡΩΣΙΑ
Μια ισχυρή δύναμη της εποχής που επηρέασε σημαντικά την ελληνική επανάσταση ήταν η Ρωσία. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση του 1821, η Ρωσία αντιμετώπισε τις εξελίξεις με μεγάλη επιφυλακτικότητα, όπως άλλωστε και όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια χώρα η οποία θα αποκτούσε πολλή δύναμη με την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αρχικά, ο 18ος αιώνας ήταν μια εποχή αλλεπάλληλων ρωσοτουρκικών πολέμων που αποσκοπούσαν μεταξύ άλλων και στην απελευθέρωση των χριστιανών ορθοδόξων στα Βαλκάνια. Το 1770 κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη έστειλε στο Αιγαίο την πρώτη αποστολή του ρωσικού στόλου υπό τη διοίκηση του κόμη Αλεξέι Ορλώφ με σκοπό να απελευθερωθούν όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι από τον τουρκικό ζυγό.
Την ίδια εποχή, η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) αναγνώρισε τη Ρωσία ως προστάτιδα δύναμη για τους ομόθρησκους λαούς της περιοχής. Στα ελληνικά πλοία δόθηκε το δικαίωμα να πλέουν κάτω από τη ρωσική σημαία, ο ελληνικός στόλος ιδρύθηκε και πενήντα χρόνια αργότερα συνέβαλε σημαντικά στην επανάσταση.
Πολλοί Έλληνες απέκτησαν ρωσική υπηκοότητα και απολάμβαναν ποικίλα προνόμια. Μεταξύ άλλων, το 1809 ο Ιωάννης Καποδίστριας προσχώρησε στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών και επτά χρόνια αργότερα διορίστηκε υπουργός εξωτερικών. Ως αληθινός πατριώτης της Ελλάδας και της Ρωσίας, την οποία αποκαλούσε «θετή» πατρίδα του, ήταν πεπεισμένος ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την υποστήριξη της Ρωσίας και εντέλει δικαιώθηκε, γεγονός που αποδεικνύει αναμφίβολα την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Ελληνισμού. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι στη Ρωσία ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.
Η αρχή της ελληνικής επανάστασης προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα ενότητας μεταξύ όλων των στρωμάτων της ρωσικής κοινωνίας. Πολλοί Ρώσοι ήρθαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν μαζί με τους ορθόδοξους αδερφούς τους, αγόρασαν όπλα, πυρομαχικά και σχημάτισαν εθελοντικές ομάδες. Ένα γνωστό κίνημα είναι αυτό των τριών αδελφών Berezanski, οι οποίοι έφεραν 180 εθελοντές, ενώ παράλληλα συνέβαλαν και οικονομικά στον ελληνικό αγώνα. Προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τη δίωξη των χριστιανών στην οθωμανική αυτοκρατορία, η Ρωσία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Πύλη το καλοκαίρι του 1821. Η ρωσική διπλωματία απαιτούσε από την οθωμανική Αυτοκρατορία με διάφορους τρόπους να τηρήσει τη συμφωνία, η οποία παραχωρούσε δικαιώματα στους ορθόδοξους κατοίκους της.
Οι Έλληνες γνωρίζοντας τα αποτελέσματα των πράξεών τους ήλπιζαν στην συνεισφορά των μεγάλων δυνάμεων. Φυσικά, αυτή η εικόνα επηρεάζει και τη συμπεριφορά των ξένων δυνάμεων της εποχής και δεν είναι αντιπροσωπευτική του ιδεώδους της επανάστασης. Τα ισχυρά κράτη της εποχής αναμίχθηκαν έμμεσα ή άμεσα στον αγώνα των Ελλήνων, ενώ στράφηκαν ξανά υπέρ των αγωνιστών, έπειτα από την εξασθένηση της διεθνούς θέσης του υπόδουλου έθνους. Έκτοτε μάλιστα , οι μεγάλες δυνάμεις προσάρμοζαν τη δική τους πολιτική με βάση τις συμπεριφορές των Ελλήνων και η διπλωματική σκακιέρα επέτρεψε παιχνίδια εξουσίας προς όφελος συγκεκριμένων κάθε φορά προσώπων.
Το 1823, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών, Τζορτζ Κάνινγκ, τροποποίησε την πολιτική της χώρας του και αναγνώρισε την Ελλάδα ως εμπόλεμη δύναμη, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο συνεργάτη της Αγγλίας. Τότε, η Ρωσία φοβούμενη ότι τελικά θα χάσει την επιρροή της στους Έλληνες λόγω της στάσης της απέναντι στις ελληνικές επαναστατικές προσπάθειες, υπέβαλε στις μεγάλες δυνάμεις και στην οθωμανική αυτοκρατορία το 1824 το σχέδιο των τριών τμημάτων.
Αυτό το υπόμνημα προέβλεπε τον σχηματισμό τριών αυτόνομων κρατικών οργανώσεων, με ηγεμονικό καθεστώς. Ακόμα, εκείνα τα κράτη όφειλαν να πληρώνουν φόρους στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισμένους φρουρές με περιορισμένες εξουσίες.
Στην επικράτεια, η μια ηγεμονία θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία και την Α. Στερεά, η δεύτερη την
Ήπειρο και τη Δ. Στερεά και η τρίτη θα ήταν η Πελοπόννησος και η Κρήτη. Τέλος, το ρωσικό υπόμνημα προέβλεπε και την επέκταση της κοινοτικής αυτονομίας στα νησιά του Αιγαίου. Η ρύθμιση αυτή παρέπεμπε και στο νομικό καθεστώς των παραδουνάβιων ηγεμονιών, επιτρέποντας στη Ρωσία να παρεμβαίνει στο εσωτερικό τους, προκαλώντας εντάσεις στις σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, το ρωσικό υπόμνημα ανέφερε για πρώτη φορά την προοπτική ίδρυσης ενός αυτόνομου κράτους στην Ελλάδα, καθώς και τη στρατιωτική επέμβαση μιας μεγάλης δύναμης για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.
Το συγκεκριμένο σχέδιο, όμως, απορρίφθηκε όχι μόνο από τον σουλτάνο αλλά και από τους επαναστατημένους Έλληνες. Ούτε και οι υπόλοιπες δυνάμεις συνέβαλαν στην προώθησή του.
Το 1826 στην Αγία Πετρούπολη υπεγράφη το Ρωσοαγγλικό πρωτόκολλο από τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ και τον απεσταλμένο της Αγγλίας δούκα Ουέλιγκτον, που υποστήριζε την αυτονομία της Ελλάδας.
Το 1827 και ενώ ο αγώνας των Ελλήνων κατά των τούρκων κινδύνευε με αποτυχία, η Ρωσία συμπεριέλαβε στη Συνθήκη του Λονδίνου ένα απόρρητο άρθρο για «χρήση των εξαιρετικών μέσων», αν η Πύλη απέρριπτε την ειρηνική διευθέτηση με τη μεσολάβηση των Δυνάμεων. Αυτό οδήγησε στη συγκρότηση ενός ενιαίου στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, που στις 20 Οκτωβρίου του1827 συνέτριψε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Αυτή ήταν και η πρώτη επίσημη ανάμειξη των ξένων στο ελληνικά ζήτημα, που καθόρισε οριστικά τις σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη. «Ατυχές συμβάν» το χαρακτήρισε η αγγλική κυβέρνηση. Στους Έλληνες δόθηκε ακόμη μία φορά η ευκαιρία να ηρωοποιήσουν την έξωθεν βοήθεια. Το Ναυαρίνο, όμως, ουσιαστικά νομιμοποιούσε τις ξένες επεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας. Πάντως, η απόφαση της Υψηλής Πύλης να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της με τις τρεις Δυνάμεις και να κηρύξει ιερό πόλεμο μαζί τους ευνόησε τους επαναστατημένους, αφού διεθνοποίησε τη σύγκρουση.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία κήρυξε πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένας από τους κύριους στόχους της ήταν να δημιουργήσει ένα αυτάρκες ελληνικό κράτος. Πριν το τέλος της μάχης, ο ειδικός απεσταλμένος του αυτοκράτορα Νικολάου Μάρκ Βογκάρη έφτασε στον Πόρο και επέδωσε πλήρεις εξουσίες στον Ιωάννη Καποδίστρια τον Σεπτέμβριο του 1828, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη των διπλωματικών σχέσεων Ρωσίας – Ελλάδας. Μέσα από αυτό, η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το ανεξάρτητο κράτος της Ελλάδας. Οι νίκες του ρωσικού στρατού ανάγκασαν την οθωμανική αυτοκρατορία να υπογράψει τη ρωσοτουρκική συνθήκη της Ανδριανούπολης το 1829, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία συμφωνούσε να παραχωρήσει αυτονομία στην Ελλάδα. Αυτό , όμως, δεν αποτέλεσε την τελική λύση. Τον Φεβρουάριο του 1830 η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος.
Η ΑΥΣΤΡΙΑ
Από την άλλη, η Αυστρία σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης δεν αναγνώριζε τα δίκαια του ελληνικού έθνους και συμπεριφερόταν προς αυτό με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Γενικά, από το 1792 έως το 1815 η Ευρώπη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω των εκτεταμένων συγκρούσεων (Γαλλική Επανάσταση, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι). Επομένως, ήταν επείγον να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα με τη δημιουργία ενός συστήματος υπεράσπισης της ασφαλείας και της σταθερότητας των ευρωπαϊκών χωρών και των καθεστώτων τους. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, έγινε ένα συνέδριο στη Βιέννη το 1815 στο οποίο συμμετείχαν οι Μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Πρωσία και Αυστρία). Έτσι, ήταν λογικό ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία να αντιμετωπιστεί, στην αρχή τουλάχιστον, αρνητικά από μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής διπλωματίας και να θεωρείται μέρος του διεθνούς επαναστατικού κινήματος εκείνης της εποχής.
Κυριότερος εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο καγκελάριος της Αυστρίας πρίγκιπας Μέττεριχν ο οποίος υποστήριζε: «Η Ευρώπη δε γνωρίζει Έλληνας, γνωρίζει την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν υπό της οποίας την εξουσίαν είναι οι Έλληνες».
Η ΑΥΣΤΡΙΑ
Ήδη όμως από το Συνέδριο της Βερόνας, το τελευταίο της Ιερής Συμμαχίας, μολονότι οι υπόλοιπες χώρες ακολουθώντας τις θέσεις του Μέττερνιχ τάχθηκαν κατά της ελληνικής επανάστασης, η Αγγλία στοχεύοντας στην εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων φαίνεται να αρχίζει να διαφοροποιεί τη στάση της στο ελληνικό ζήτημα. Ειδικότερα, μετά την αυτοκτονία του συντηρητικού Υπουργού Εξωτερικών Κάσλερι (Αύγουστος 1822), διαφαίνεται μια ελπίδα αλλαγής στάσης στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας με τροποποίηση του δόγματος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον νέο φιλέλληνα Υπουργό Τζωρτζ Κάνινγκ. Οι πολεμικές επιτυχίες, η βούληση των Ελλήνων για οριστική ρήξη με το Οθωμανικό κράτος, η δημιουργία ελεύθερου, ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και κυρίως τα εμπορικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα της Αγγλίας στην ανατολική Μεσόγειο ώθησαν την Αγγλία να αναθεωρήσει την εξωτερική της πολιτική απέναντι στον ελληνικό αγώνα. Μάλιστα, η ίδια η Αγγλία φρόντισε να γνωρίζει κάθε βήμα των επαναστατημένων Ελλήνων ώστε να διαμορφώνει και να διαφοροποιεί ανά πάσα στιγμή τη στάση της προωθώντας ανά περίσταση την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης συλλέγει πληροφορίες, παρακολουθεί την αλληλογραφία, στήνει κατασκοπευτικούς σταθμούς των Μυστικών Υπηρεσιών του Λονδίνου στα λοιμοκαθαρτήρια των Επτανήσων, ενώ χρησιμοποιεί τους υπαλλήλους των προξενείων και τη ναυτική μοίρα του Αιγαίου για συλλογή ειδήσεων και πληροφοριών.
Παρακολουθώντας τις αδυναμίες, τις συγκρούσεις, τις σκέψεις και τα σχέδια των Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών, σχεδιάζει μια ρεαλιστική πολιτική για την εξυπηρέτηση των επεκτατικών της σχεδίων στην ανατολική Μεσόγειο. Στις 14 Φεβρουαρίου 1823 ο νέος υπουργός Εξωτερικών Κάνιγκ, στέλνει οδηγίες στον Άγγλο πρέσβη στην Πόλη, Στάγκφορδ διαχωρίζοντας την πολιτική της Αγγλίας από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Η Αγγλία καλούσε την Πύλη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους χριστιανούς υπηκόους προκειμένου να διατηρηθεί η φιλική στάση απέναντί της και προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση άρνησης θα καταλάμβανε νησιά του Αιγαίου. Αυτή η πρωτοβουλία θεωρείται και ως η πρώτη αγγλική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα. Ο Κάνιγκ προσπαθώντας να βοηθήσει τον ελληνικό αγώνα, τηρεί στάση ουδετερότητας και εκδίδει διάταγμα που απαγορεύει τη στρατολόγηση Άγγλων σε ξένες δυνάμεις και την παροχή πολεμικού υλικού στους Έλληνες.
Στις 17 Απριλίου 1825 η αγγλική κυβέρνηση με έγγραφη κριτική προς τον γραμματέα της Ανατολικής Εταιρείας, καυτηρίασε τη διαγωγή ορισμένων Άγγλων που βοήθησαν τους Τούρκους, όπως του προξένου Γκρην στην Πάτρα. Στις ευρύτερες παροχές προς τους επαναστατημένους Έλληνες θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα δύο δάνεια που ενέκρινε η Αγγλία προς την Ελλάδα το 1824 (ονομαστική αξία 800.000 στερλίνες) και 1825 (ονομαστική αξία 2.000.000 λιρών) με δυσβάστακτους όρους, τα οποία λειτούργησαν παράλληλα και ως μέσο οικονομικής διείσδυσης και παρακολούθησης των μελλοντικών εξελίξεων.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Οι Γάλλοι υιοθετούν μια ασαφή και αμφίσημη πολιτική στο ελληνικό ζήτημα, καθώς έχουν αντιφατικά συμφέροντα στην Ανατολή, προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν δύο αντιτιθέμενους σκοπούς, την επιρροή στην Αίγυπτο και την Ελλάδα. Η Γαλλία είχε αναλάβει την οργάνωση και τον εξευρωπαϊσμό της Αιγύπτου και του στρατού της σε μια προσπάθεια να αυξήσει την επιρροή της και να εξυπηρετήσει την αποικιοκρατική της πολιτική στην Αφρική και την Ασία. Η επιδίωξη αυτή σε συνδυασμό με την πρόθεση συντήρησης των εμπορικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Διομολογήσεις, 1535) και την εμπορική της ανταγωνιστικότητα με το ελληνικό ναυτικό συνιστούσαν ισχυρούς λόγους αντίδρασης σε κάθε ελληνική προσπάθεια για ανεξαρτησία.
Η σταδιακή διαφοροποίηση της στάση της Αγγλίας και της Ρωσίας προς το ελληνικό ζήτημα ωθεί τη Γαλλία σε αντίστοιχη αλλαγή στάσης προκειμένου να διασφαλίσει την παρουσία της στην Ελλάδα και στα εδάφη της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, εξηγείται η διφορούμενη στάση της Γαλλίας τα πρώτα έξι χρόνια του Αγώνα. Πιο συγκεκριμένα, το 1824 και 1825 υπέβαλε μαζί με την Αγγλία και τη Ρωσία προτάσεις μεσολάβησης υπέρ της Ελλάδας, όμως αργότερα υποχωρεί στην πολιτική του Μέττερνιχ διαφοροποιώντας τη στάση της, αν και την ίδια στιγμή αρκετοί Γάλλοι φιλέλληνες συνέτρεξαν τον ελληνικό αγώνα, ενώ ο Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος οργάνωσε αποτελεσματικά τον ελληνικό τακτικό στρατό. Σε κάθε επέμβαση έντεχνα υπονομεύει τη στάση των άλλων δυνάμεων αποσκοπώντας στην ενίσχυση της δικής της επιρροής.
Χαρακτηριστικά, οι Γάλλοι περιηγητές (P.A Giys, Choiseul-Gouffier, Sοnini, Olivier κ.ά.) επιδίωκαν να πείσουν τους επαναστατημένους Έλληνες να προσχωρήσουν στη γαλλική συμμαχία, καθώς η Ρωσία δε θα μπορούσε ποτέ να τους λυτρώσει από τους Τούρκους.