Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Η Ελληνική Επανάσταση σε ποιητικές συνθέσεις του Διονυσίου Σολωμού
Μαριεττα Γιαννικου
Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Αλεξανδρος Λουκρεζης
Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Η πείνα
Οι συνθήκες που επικρατούν μέσα στο Μεσολόγγι είναι τραγικές. Η πείνα και οι αρρώστιες μαστίζουν τους πολιορκημένους που βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μέσα σε καθένα από τους πολιορκημένους Έλληνες, διεξάγονται μια σειρά από συγκρούσεις. Η πνευματική φύση του ανθρώπου ενάντια στην φυσική του οντότητα. Η λαχτάρα για ελευθερία ενάντια στη λαχτάρα για ζωή.
Η Πείνα είναι αυτή είναι που τους ταλανίζει πρώτη.
Αυτή που έχει φέρει τον Σουλιώτη μαχητή σε σημείο να μην μπορεί να κρατήσει πλέον το τουφέκι του από την εξάντληση. Μπορεί άραγε η δύναμη της ψυχής να υπερνικήσει τον πόνο του σώματος και της κακουχίας; Φαίνεται ότι η δίψα για ελευθερία είναι μια τεράστια πηγή δύναμης, που δεν υποτάσσεται σε κανέναν κατακτητή, όσο βίαιος και αν είναι.
Το δεύτερο απόσπασμα είναι το ακριβώς αντίθετο από το πρώτο. Η πείνα δίνει την θέση της στην ομορφιά της φύσης που κατακλύζει τα πάντα. Άνοιξη! Η ομορφότερη εποχή του χρόνου, όλα ανθίζουν, παντού επικρατεί η χαρά της ζωής, η αισιοδοξία και το κέφι ύστερα από έναν δύσκολο χειμώνα. Μπροστά σε αυτή την μαγεία της φύσης η αγάπη για ζωή γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Η ανθρώπινη φύση των πολιορκημένων Ελλήνων λαχταρά τη ζωή.
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τώ Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κι’ ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.―
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Ο ύμνος της Μητέρας Πατρίδας
Οι Έλληνες έχουν τόσο δυνατό συναισθηματικό δεσμό με την Πατρίδα που εκείνη γίνεται Μητέρα για αυτούς. Η Πατρίδα έχει τεράστια σημασία για τους Έλληνες και αποτελεί στήριγμα στις δύσκολες στιγμές. Μια τέτοια στιγμή είναι και αυτή που ζουν οι πολιορκημένοι Έλληνες.
Ο ποιητής αισθάνεται προνομιούχος που του δίνεται η δυνατότητα να υμνήσει με το έργο του τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Ελλήνων στο ιδανικό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Η ιδιότητα του ποιητή του δίνει την ευκαιρία να διασώσει με το έργο του στην ιστορική μνήμη τη μεγαλειώδη και ηρωική στιγμή της εξόδου που γίνεται παγκόσμιο σύμβολο της δίψας για ελευθερία και της αγάπης για την Πατρίδα και να μεταδώσει την είδηση της εξόδου του Μεσολογγίου σε όλο τον Ελληνισμό.
Η Πατρίδα εμφανίζεται σαν Θεά, με μια γαλήνια ομορφιά παρόμοια με του ουρανού, με μια ηρεμία που αποπνέει εμπιστοσύνη στην δύναμη και την αξία της. Τα πόδια της θεάς περιτριγυρίζονται από φύλλα των Βαΐων και της Λαμπρής, καθώς η ηρωική έξοδος έγινε την Κυριακή των Βαΐων και ακολούθησε η Μεγάλη Εβδομάδα.
Η αγάπη του ποιητή για την Πατρίδα είναι πολύ μεγάλη. Υμνεί και δοξάζει κάθε σημείο της πατρίδας του, ακόμα και εκείνα που δεν χαρακτηρίζονται από φυσική ομορφιά. Αυτή του η υπερβολική αγάπη για την Πατρίδα του εξασφαλίζει τη θέση του υμνητή του διαρκούς ιερού αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση και της καταπίεσης από ξένους δυνάστες.
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του
Ο Πειρασμός
Η Φύση με τις ομορφιές της αποτελεί έναν μεγάλο Πειρασμό για τους πολιορκημένους Έλληνες. Είναι Απρίλης, το μέσο της Άνοιξης, όταν η φύση βρίσκεται στο απόγειο της ομορφιάς της και οι Έλληνες μέσα στο Μεσολόγγι πρέπει να βρουν τη δύναμη να απαρνηθούν το υπέρτατο αγαθό της ζωής τους για το ιδανικό της ελευθερίας. Οι ψυχές τους δοκιμάζονται σκληρά. Οι πολιορκημένοι θέλουν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την ευτυχία της ύπαρξης, αλλά οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει. Προέχει η αγάπη για την ελευθερία της Πατρίδας και την αξιοπρέπεια. Έτσι βρίσκουν τη δύναμη να υπερνικήσουν τον φόβο του θανάτου και να αντισταθούν στον Πειρασμό της φύσης.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας της μέγιστης ανθοφορίας, απόλυτα συνδεδεμένης με τον Έρωτα, τη φυσική δύναμη απ’ όπου πηγάζει η αναγέννηση της φύσης. Όλα τα μεγαλειώδη στοιχεία της φύσης ξεδιπλώνονται από τον ποιητή και όλα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας απαράμιλλης ομορφιάς που καθιστά τη ζωή πιο ελκυστική και επιθυμητή από ποτέ. Η ίδια η φύση, με όλη την ποικιλομορφία της, με όλη αυτή την αρμονία και την χαρά που αποπνέει, μιλάει στους ήρωες πολιορκημένους και τους προσκαλεί να συνεχίσουν να την απολαμβάνουν.
Αλλά οι ήρωες παρά την σύγκρουση που συντελείται μέσα τους, επιλέγουν να θυσιαστούν επειδή σέβονται την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης τους και κυρίως τις αξίες της ελευθερίας που κουβαλάει η ελληνική φυλή. Και μέσα από την αυτοθυσία τους θριαμβεύουν ενάντια στον εχθρό.
