1821

Ο Ύμνος εις την Ελευθερία

O Ύμνος εις την Ελευθερία, εκτός από μέσο ενθάρρυνσης των υποδουλωμένων Ελλήνων στην προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν ξανά την Ελευθερία, αποτελεί και πηγή πληροφοριών για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελληνική Επανάσταση από την οπτική μιας ανθρωποποιημένης Ελευθερίας.

 

Κατερινα Οικονομου

Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ

Καλλιοπη Παπαδοπουλου

Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ένας από τους πιο περίφημους ποιητές, που κατά τη διάρκεια του μεγάλου Αγώνα των Ελλήνων το 1821 άφησαν πίσω τους σπουδαία έργα, ήταν ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1856).
Γόνος του Κόμη Νικόλαου Σολωμού και της, αισθητά νεότερης, Αγγελικής Νίκλη, ζει τα παιδικά του χρόνια στη Ζάκυνθο όπου και βαφτίζεται. Διδάσκεται από τους Ν. Κασσιμάτη, Α. Καραβία και Α. Μαρτελάο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, προτού αποχωρήσει για το ιταλικό κολλέγιο Santa Katerina με τον Ιταλό πρόσφυγα Don Santo Rossi, ο οποίος και αναλαμβάνει δάσκαλός του στα ιταλικά. Ξεκινά την ποιητική σταδιοδρομία του το 1813, επιλέγοντας αρχικά την ιταλική γλώσσα, ενώ με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης συνθέτει και τα πρώτα του ποιήματα στα ελληνικά.

Κατά το 1833, ο ποιητής θα ταλαιπωρηθεί ψυχικά εξαιτίας της πίεσης που δέχεται από τον ετεροθαλή αδελφό του, Ιωάννη Λεονταράκη, ο οποίος επιδιώκει να διεκδικήσει μέρος της κληρονομιάς του αποθανόντος Κόμη Νικολάου Σολωμού, καταλήγοντας σε δικαστική περιπέτεια πέντε ετών, η οποία στιγμάτισε τον Διονύσιο. Τελικά, το 1856, έχοντας κατακτήσει τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρους και όντας πλέον Εταίρος στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας, παραμένει κατάκοιτος μέχρι τον θάνατό του, εξαιτίας σοβαρού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Ένα από τα διασημότερα έργα του αποτελεί Ο Ύμνος εις την Ελευθερία. Η μεγαλειότητα του συγκεκριμένου ποιήματος γίνεται αντιληπτή από την επιλογή του ελληνικού λαού να ορίσει ένα απόσπασμά του ως τον εθνικό του ύμνο:

 

Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.

Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα
και ήταν όλα σιωπηλά.

Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

άλλος σού έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά

Ο ύμνος

Ένα από τα διασημότερα έργα του αποτελεί Ο Ύμνος εις την Ελευθερία. Η μεγαλειότητα του συγκεκριμένου ποιήματος γίνεται αντιληπτή από την επιλογή του ελληνικού λαού να ορίσει ένα απόσπασμά του ως τον εθνικό του ύμνο.

Όλο το ποίημα αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο -πιθανότατα ο ίδιος ο Σολωμός- και στην Ελευθερία, που παρουσιάζεται ως γυναίκα, της οποίας αφηγείται την πορεία που ακολουθεί η ύπαρξή της. Το χρονικό διάστημα στο οποίο οι Έλληνες βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό, η Ελευθερία ανέμενε παγιδευμένη στις σκιές για πολύ καιρό, αναζητώντας με ανυπομονησία το κάλεσμα εκείνου που θα κατέλυε τα δεσμά της.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, σύμφωνα με το ποίημα, στην προσπάθεια των Ελλήνων να την επαναφέρουν στη ζωή τους, βάφτηκε με το αίμα των υπερασπιστών της και ένιωσε τον πόνο και τη θλίψη τους. Απελπισμένη αναζητούσε στήριξη από αλλοεθνείς συμμάχους, πολλοί από τους οποίους τελικά την πρόδωσαν.

Σε στιγμές μεγάλης ανάγκης, εμφανίστηκε η Θρησκεία σε ρόλο καθοδηγητή, η οποία έδωσε ελπίδα στους ταλαιπωρημένους Έλληνες για να συνεχίσουν τον αγώνα τους και στήριξε την Ελευθερία. Ο ισχυρός δεσμός των δύο προσωποποιημένων εννοιών αποκαλύπτεται από το έντονο «φιλί», που αυτές μοιράζονται.

 

«λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς».

 

 

Ταυτόχρονα με αυτή την αφήγηση, ο ποιητής χρησιμοποιεί την ομορφιά της φύσης, για να αναδείξει τον όλεθρο που προκαλεί η απουσία της Ελευθερίας. Για παράδειγμα, κάνει αναφορά σε ένα ποτάμι, το οποίο, αντί να δημιουργεί έντονες εικόνες της όμορφης φύσης και του κρυστάλλινου νερού, προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς ταυτίζεται με τη μορφή ενός ματωμένου ρέματος.

Ακόμα, περιγράφει ένα ανοιξιάτικο τοπίο, αλλά στερεί από τον ήλιο τη λάμψη του, όπως οι Έλληνες στερήθηκαν την ελευθερία τους.

Τέλος, φαίνεται σαν η φύση να θρηνεί τον χαμό και τη δυστυχία των Ελλήνων, καθώς οι ήχοι των ζώων και το θρόισμα των φύλλων σταμάτησαν να ηχούν

«σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά·
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά».

 

 

 

Ύστερα από όλες τις ψυχικές και σωματικές μάχες που δόθηκαν από τον ελληνικό λαό, η Ελευθερία κυριάρχησε πιο επιβλητικά από ό,τι παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο, καθώς πλέον οι άνθρωποι μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν την αξία της. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι αντεπιτίθεται, περιβαλλόμενη από ένα λαμπρό φως, που αναδεικνύει για ακόμη μια φορά τη θεϊκή της δύναμη.

 

«Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά».

 

 

«Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·
δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά».

«εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί».